Dictionary of Greek. 2013.
εὐκέαστα — εὐκέαστος easily cleft neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκέατος — εὐκέατος, ον (Α) ποιητ. τ. τού ευκέαστος* («ὀδμὴ κέδρου τ εὐκεάτοιο», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek